- μαλάθα
- ημεγάλο καλάθι, καλάθα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλάθα — η μεγάλο καλάθι: Έκοβε τα μήλα από το δέντρο και τα έβαζε σε μαλάθες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλαθούνα — η πλεκτό καλάθι πλεγμένο από στελέχη σταχιών τού σταριού, βούρλων κ.ά. φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάθα + επίθημα ούνα (πρβλ. καλαθ ούνα, κουδ ούνα] … Dictionary of Greek
μαλαθούνι — το καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάθα + επίθημα ούνι (πρβλ. καλαθ ούνι, κουδ ούνι)] … Dictionary of Greek